- συριστηρίδιον
- συρ-ιστηρίδιον, τό, Dim. of συριστήρ (v. sq.), but perh. =A small Panspipe, BGU1125.3,23 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συριστηρίδιον — τὸ, Α [συριστήρ] υποκορ. τού συριστήρ* … Dictionary of Greek